- φραγκικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά και φράγκικος, -η, -ο επίρρ. -α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φράγκους (τους Ευρωπαίους), που είναι των Φράγκων, ο ευρωπαϊκός: Φραγκικό κράτος.2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δυτικό, το καθολικό δόγμα: Φράγκικη Eκκλησία.3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φράγκικα η ευρωπαϊκή φορεσιά, το ευρωπαϊκό ντύσιμο (σε αντίθεση με το ελληνικό ή ασιατικό): Έβγαλε τη φουστανέλα και φόρεσε φράγκικα.4. το ουδ. πληθ. ως επίρρ., φράγκικα όπως οι Φράγκοι, ευρωπαϊκά: Σύρε, ξουρίσου φράγκικα και ντύσου στα γυναίκεια (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.